- εβενίδες
- οιοικογένεια σπερματόφυτων που περιλαμβάνει δέντρα ή θάμνους τών τροπικών περιοχών, με σκληρό μαύρο ξύλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διόσπυρος — ο γένος φυτών τής οικογένειας εβενίδες τα γνωστότερα είδη που φύονται ή καλλιεργούνται στην Ελλάδα είναι ο Diospyros lotus και ο Diospyros kaki, o λωτός … Dictionary of Greek
μάμπα — Κοινή ονομασία δύο ειδών αφρικανικών φιδιών τα οποία ανήκουν στην οικογένεια των ελαπίδων της υπόταξης των οφιδίων της τάξης των λεπιδωτών ερπετών. Το πρώτο είδος (Dendroaspis polylepis) ονομάζεται μαύρο μ., ωστόσο παρά το όνομά του έχει χρώμα… … Dictionary of Greek
τραπεζωνιά — η, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού είδους Diospyrus lotus που ανήκει στο γένος δίσπυρος τής οικογένειας εβενίδες και απαντά στη Μακεδονία, στη Θράκη και στην κεντρική Ελλάδα … Dictionary of Greek